- βιαιοθανασία
- βῐαιο-θᾰνᾰσία, ἡ,A violent death, Vett. Val.94.1, Paul.Al.N.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιαιοθανασία — βιαιοθανασίᾱ , βιαιοθανασία violent death fem nom/voc/acc dual βιαιοθανασίᾱ , βιαιοθανασία violent death fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθανασίας — βιαιοθανασίᾱς , βιαιοθανασία violent death fem acc pl βιαιοθανασίᾱς , βιαιοθανασία violent death fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιοθανασίαν — βιαιοθανασίᾱν , βιαιοθανασία violent death fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)